«Το συνολικό κέρδος του Δημοσίου ήταν 3,5 δισ. ευρώ από τις αποεπενδύσεις που έχουν γίνει στις συστημικές τράπεζες» ανέφερε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης ολοκληρώνοντας την συζήτηση – ενημέρωση των αρμόδιων Επιτροπών της Βουλής σχετικά με την πορεία και τις παρεμβάσεις του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Ο υπουργός απαντώντας στις τοποθετήσεις των κομμάτων και των βουλευτών, υπογράμμισε ότι όσο και εάν ο διοικητής της ΤτΕ και οι επικεφαλής του ΤΧΣ σας έδωσαν αναλυτικές απαντήσεις και στοιχεία, η Αντιπολίτευση εμμένει στις θέσεις της- σαν να μην άκουσε τίποτα- και επιμένει στην ανάλυση των δύο ερευνητών του ΚΕΠΕ περί ζημίας 40 δισ. ευρώ του Δημοσίου από την αποεπένδυση των τραπεζών παρ’ όλο που όπως σας εξήγησαν πως σ’ αυτή την ανάλυση επικαιρότητας δεν ελήφθησαν σημαντικές μακρο και μικρο οικονομικές παραδοχές.
Ο κ. Χατζηδάκης είπε ότι «όποιος έχει στοιχειώδη επαφή με την οικονομία και μια στοιχειώδη καλοπροαίρετη διάθεση» αυτά που λέτε δεν μπορεί να τα δεχθεί « γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα και δεν είναι λόγος, ούτε εσείς να καταστραφείτε εκλογικά ούτε εμείς να καταγάγουμε κάποιο θρίαμβο στις ευρωεκλογές.» Αυτά τα πράγματα, ανέφερε ο υπουργός, είναι «σαφές, μετρημένα, συγκεκριμένα και αυτονόητα».
Ο κ. Χατζηδάκης, επανέλαβε τους τέσσερις λόγους που η κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στην πολιτική της αποεπένδυσης των τραπεζών και να μην περιμένουμε το τέλος του 2025 καθώς « αυτό ήταν θετικό για τις τράπεζες, για την οικονομία, τις προοπτικές της χώρας, την κεφαλαιαγορά και την προοπτική του ίδιου του τραπεζικού τομέα».
Ο υπουργός διευκρίνισε ως ψευδείς τους ισχυρισμούς των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ ότι είχε δικαίωμα άσκησης βέτο στις τιμές πώλησης των μετοχών της κάθε τράπεζας εξηγώντας πως βέτο θα μπορούσε να ασκήσει μόνο στην περίπτωση που η τιμή προσφοράς ήταν εκτός του εύρους των αποτιμήσεων που είχε προσδιοριστεί από τους συμβούλους. Συνεπώς όπως είπε «και να ήθελα να ασκήσω βέτο δεν μπορούσα. Εσείς όμως θα συνεχίσετε να λέτε τα ίδια και τα ίδια. Ο καθένας με ότι ειδικεύεται… Αυτό είναι το εμπόρευμά σας, αυτό πουλάτε… Ψεύδη και συκοφαντίες»!
Ο κ. Χατζηδάκης, αναφορικά με τις ενστάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον χρόνο επιλογής της αποκρατικοποίησης των συστημικών τραπεζών που επιλέχθηκε, διερωτήθηκε σκωπτικά προς τον τομεάρχη του ΣΥΡΙΖΑ Νίκο Παππά «θα έπρεπε να πάμε με τις προτάσεις της PAPPAS Investment BANK” ή με τις προτάσεις των επενδυτικών συμβούλων κάτω από τις οποίες ενέργησε το ΤΧΣ; Σε ποια άλλη ευρωπαϊκή Βουλή θα γινόταν αυτή η συζήτηση, όταν υπάρχουν όλες αυτές οι εγγυήσεις και όταν το ΤΧΣ δεν είναι ένα απλά κυβερνητικό όργανο αλλά λειτουργεί με συγκεκριμένους κανόνες και διαδικασίες, με ανάμειξη των Θεσμών, με ειδικές εγγυήσεις αλλά εσείς όλα αυτά τα παραγνωρίζετε για να καλλιεργήσετε εντυπώσεις».
Ο υπουργός, ειδικά για την αντιπολιτευτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ είπε πως «επί προεδρίας του κ. Κασσελάκη δεν έχει καμία σχέση στα οικονομικά ακόμα και με τον ΣΥΡΙΖΑ της προηγούμενης τετραετίας» σημειώνοντας πως «και με τον κ. Τσακαλώτο, και με τον κ. Σταθάκη και με τον κ. Χουλιαράκη διαφωνούσα αλλά η σκέψη τους στα οικονομικά είχε έναν ειρμό. Εδώ, πλέον, έχει χαθεί ο ειρμός, υπάρχει μια ανερμάτιστη πολιτική και ένας ευτελισμός της πολιτικής του κόμματος, αλλά αυτό είναι δικαίωμά σας, για εμάς αυτό είναι πολιτική χορηγία».
Ο κ. Χατζηδάκης, απευθυνόμενος στο ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ και την αναφορά του κ. Κουκουλόπουλου ο οποίος αναρωτήθηκε «που θα είναι οι μετοχές σε δύο χρόνια», απάντησε « ότι αυτό θα κριθεί» και πρόσθεσε «εάν οι τιμές των μετοχών είναι παραπάνω εσείς θα δεχθείτε ότι αυτή η άνοδος οφείλεται στην πολιτική της Κυβέρνησης;» Η αποεπένδυση, επέμεινε ο υπουργός «σύμφωνα με την δική μας εκτίμηση είναι ότι παρέχει πρόσθετη δυναμική στο τραπεζικό σύστημα, πρόσθετη δυναμική στην κεφαλαιαγορά, πρόσθετη δυναμική στην εθνική οικονομία»
Για τα «κόκκινα δάνεια», ο κ. Χατζηδάκης κατέθεσε την ανάλυση της Γενικής Γραμματείας Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους όπου δείχνει το πως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα σε αυτόν τον τομέα.
Ο υπουργός επέμεινε ότι «το κέρδος του Δημοσίου ήταν 3,5 δισ. ευρώ από τις αποεπενδύσεις που έχουν γίνει» και πρόσθεσε πως «με κερδοφόρες τράπεζες το Δημόσιο θα εισπράττει περισσότερα χρήματα από τα κέρδη των τραπεζών και την φορολογία που θα επιβάλλει».