Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Της Κυριακής Μερτζάνη
Σύμβουλος ψυχικής υγείας
Συντονίστρια ομάδων εφήβων και ενηλίκων
Δεν είναι τόσο εύκολο να απαντήσει κανείς σε αυτό το ερώτημα, γιατί από μόνο του το γκράφιτι είναι ένα σύνθετο φαινόμενο. Όπως η τέχνη του Χιπ-χοπ, του Σκέιτμπορντ και τόσες άλλες μορφές έκφρασης έτσι και το γκράφιτι συνυπάρχουν περίπου από τη δεκαετία του ’70/80 και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το ένα χωρίς τα άλλα, είναι πλέον τρόποι αυτοέκφρασης.
Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν το γκράφιτι ως αντικοινωνική συμπεριφορά που συνδέεται με παραβατική αντίδραση συμμοριών, κι όμως αυτή η παρεξηγημένη μορφή έκφρασης μιλά για μια ιστορία ώστε να διαβάσουμε όλοι εμείς που το παρατηρούμε, μας μιλά για την παραβίαση, την αυτοεκτίμηση, την παρουσία, μας καλεί να στρέψουμε το βλέμμα μας χωρίς προκατάληψη αλλά ως τη πρωταρχική βλεμματική επαφή βρέφους- μητέρας.
Μας προσκαλεί να καταλάβουμε ότι ο κάθε taggers έρχεται αντιμέτωπος με τον θυμό τον φόβο και την παραβίαση που νοιώθει και δεν ομολογεί, αλλά εκφράζεται μέσω της αδρεναλίνης σε μια δημιουργική μορφή γκράφιτι.
Το γκράφιτι αντιπροσωπεύει δυο αντικρουόμενες έννοιες, αυτή της αιωνιότητας του σχεδίου που παραμένει στον χρόνο θυμίζοντας τα προϊστορικά γκράφιτι και αυτή του προσωρινού χαρακτήρα ενός έργου γρήγορου που υφίσταται τη φθορά του χρόνου. Παράλληλα παρατηρούμε ότι εχει μεγάλη επικοινωνιακή αξία και γι’ αυτό έλκει όχι μόνο το ενδιαφέρον των ψυχοκοινωνικών επιστημόνων, αλλά και των δημιουργών της διαφήμισης.
Είναι καλλιτεχνική έκφραση ή πράξη εκτόνωσης;
Εάν θέλουμε να δώσουμε μια ψυχολογική ερμηνεία στο σύνθετο φαινόμενο του γκράφιτι, οφείλουμε να εστιάσουμε σε δυο θεμελιώδη στοιχεία. Την εφηβική εξέλιξη και τους διαφορετικούς τύπους γκράφιτι.
Η μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση γνωρίζουμε ότι είναι μια δύσκολη περίοδος αναζήτησης της εικόνας και της ταυτότητας τους και προσπαθούν να την επικοινωνήσουν μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο, στον αθλητισμό κλπ. Έχουν ανάγκη την αίσθηση του Ανήκειν και αναζητούν να ανήκουν σε μια ομάδα να μπορούν να συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους συνομηλίκους τους, οι οποίοι αποτελούν σημείο αναφοράς για αυτή την αξιολόγηση.