Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Μοιάζει δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά στις 24 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται δυο ολόκληρα χρόνια από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ήταν τόσο έντονα τα συναισθήματα εκείνων των ημερών, τόσο τεράστια η παγκόσμια έκπληξη από την ρώσικη κίνηση και τόσο καταιγιστική η ροή πληροφοριών από τα μέτωπα του πολέμου, που όλα έχουν παραμείνει στο μυαλό μας σαν να έγιναν χθες. Κι όμως πέρασαν κιόλας είκοσι τέσσερις μήνες, δίχως να διαφαίνεται καμιά ελπίδα τερματισμού του μακελειού.
Διότι για μακελειό πρόκειται. Κορμιά μαχόμενων και άμαχων πέφτουν κάθε μέρα, σπίτια και υποδομές γκρεμίζονται, μαζικά χτυπήματα πραγματοποιούνται διαρκώς, εγκλήματα πολέμου συντελούνται, άστεγοι και φοβισμένοι μετατρέπονται σε πρόσφυγες ή συνεχίζουν να ζουν σαν τα ποντίκια μέσα στα καταφύγια. Αυτή είναι η ανθρωπιστική πλευρά της σύρραξης, πάντα τραγική και θανάσιμη για τον απλό άνθρωπο, σ’ όποια μεριά των αντιμαχόμενων κι αν βρίσκεται. Τον άνθρωπο αυτόν, τον συμπονέσαμε πολύ στην αρχή όπως τον βλέπαμε στην τηλεόραση μας να ματώνει, να κλαίει ή να τρέχει για να σωθεί, αλλά στην συνέχεια αργά-αργά τον ξεχάσαμε. Βαρεθήκαμε τον πόνο και τα δάκρυα του.
Τον πρώτο καιρό υπεστήκαμε ένα γεωπολιτικό και μαζί οικονομικό σοκ. Οι δυο τελευταίες γενιές στην Ελλάδα δεν είχαμε βιώσει πόλεμο στην γειτονιά μας. Εντάξει στην Μέση Ανατολή, εντάξει στην Ασία και στην Αφρική, αλλά η Ευρώπη φάνταζε στα μάτια μας ασφαλισμένη από μια τέτοια πιθανότητα. Πριν δυο χρόνια ανακαλύψαμε πλέον ότι αυτό δεν ισχύει, άρα δυνητικά κινδυνεύουμε όλοι μας. Η Ουκρανία έγινε πρώτα το πεδίο μιας απροσχημάτιστης απόπειρας επιβολής του ισχυρότερου και στην συνέχεια το θέατρο ενός παγκόσμιου πολέμου μέσω αντιπροσώπων. Η ενεργειακή, η διατροφική και εν τέλει η πληθωριστική κρίση που έπληξε όλο τον πλανήτη εξ αιτίας του πολέμου αυτού, ήταν η απόδειξη ότι ζούμε σ’ έναν επισφαλή, διαρκώς μεταβαλλόμενο και συχνά ασυνάρτητο κόσμο.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία είχε την ψυχραιμία και την ευφυΐα να τοποθετηθεί από την αρχή της σύγκρουσης με σαφήνεια και καθαρότητα. Εφόσον υπήρξε καταδίκη εισβολής από τον ΟΗΕ, εφόσον μια χώρα έκανε στρατιωτική επέμβαση εναντίον άλλης, η Ελλάδα ευθύς εξ’ αρχής συντάχθηκε με την διεθνή νομιμότητα και με το θύμα. Αυτό δεν εμπόδισε μικρή μερίδα της ελληνικής (και της ευρωπαϊκής είναι αλήθεια) κοινής γνώμης να στοιχηθεί με την πλευρά του επιτιθέμενου, εξάλλου σε κάθε κοινωνία υπάρχει μια μειοψηφία που έλκεται από αυταρχικούς ηγέτες και από τις θεωρίες συνωμοσίας τις οποίες εντέχνως αυτοί διακινούν για να δικαιολογήσουν τον αυταρχισμό τους. Ούτε εμπόδισε μερίδα της ελληνικής κοινής γνώμης να αποθαυμάσει τον Ερντογάν, που στην έναρξη της σύρραξης αποτόλμησε να παίξει τον ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου. Δυο χρόνια αργότερα, με ορατές απώλειες του διπλωματικού του κεφαλαίου, ο Τούρκος πρόεδρος επιστρέφει αργά-αργά προς την Δύση. Πρόκειται για μια δικαίωση της στρατηγικής Μητσοτάκη, ο οποίος είχε από την αρχή καθαρή στρατηγική και κατάφερε να κερδίσει σοβαρά πλεονεκτήματα τασσόμενος με την πλευρά του ΝΑΤΟ, των Αμερικανών και της Δύσης.
Αυτή την στιγμή, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, δίχως καμιά ορατή πιθανότητα γρήγορου τερματισμού του. Ούτε η Ρωσία φαίνεται ότι μπορεί να ηττηθεί, ούτε η Ουκρανία ότι μπορεί να συνθηκολογήσει αποδεχόμενη την απώλεια των ανατολικών της επαρχιών που κατελήφθησαν στην αρχή της εισβολής. Σε κείνο το -αόρατο πια- μέτωπο, δοκιμάζονται όλα τα καινούρια όπλα της πολεμικής βιομηχανίας και όλα τα λογισμικά της των ψηφιακών κολοσσών, δίχως η ζυγαριά να γέρνει προς την μια ή την άλλη πλευρά. Η Ευρώπη απεξαρτήθηκε από το ρώσικο αέριο, αλλά δέθηκε με το υγροποιημένο LNG που ευνοεί κυρίως τις ΗΠΑ. Οι σιτοβολώνες της Ουκρανίας καταστρέφονται συστηματικά από τις οβίδες και τα κάθε λογής εκρηκτικά και χημικά που χρησιμοποιούνται, όμως παρά την αρχική εκτόξευση των τιμών των τροφίμων, φαίνεται ότι η επισιτιστική κρίση του πλανήτη είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από όσα φέρνει ένας τοπικός πόλεμος.
Πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα όμως, ο πόλεμος της Ουκρανίας είναι ένας ξεχασμένος εν’ τέλει πόλεμος. Πέφτουν κορμιά και κανείς δεν ασχολείται. Ό,τι ακριβώς έχει συμβεί άλλωστε και με τον πόλεμο στην Γάζα, πολύ πιο πρόσφατη και εξίσου άγρια σύγκρουση, που πρώτα μας ξεσήκωσε και μας τρόμαξε, αλλά τώρα σχεδόν δεν δίνουμε δεκάρα. Αν αναδεικνύεται κάτι από τις ουκρανικές στέπες, από τα ματωμένα κιμπούτς και από τα σοκάκια της Γάζας, είναι ο παγκόσμιος κυνισμός. Κυνισμός των κυβερνήσεων, των κρατών και των κοινωνιών. Παρά τις προσπάθειες να θεμελιωθεί ένα σύστημα διεθνούς δικαίου κοινά αποδεκτό από όλους, τελικά το δίκιο του ισχυρού συνεχίζει να επικρατεί στον πλανήτη. Φαίνεται ότι απ’ όλους τους θεωρητικούς και τους αναλυτές, μόνο ο ποιητής είχε δίκιο. «Με φωτιά και με μαχαίρι, πάντα ο κόσμος προχωρεί» είχε γράψει ο Νίκος Γκάτσος…