Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Τέτοιες ειδήσεις μου προκαλούν απέχθεια. Γι’ αυτό και συνήθως αλλάζω κανάλι όταν έρχεται το ρεπορτάζ για αυτές ή αρνούμαι να κάνω κλικ πάνω τους όταν εμφανίζονται στις ενημερωτικές ιστοσελίδες. Αποτελώ εξαίρεση, συνήθως το φιλοθεάμον και φιλομαθέστατο κοινό, ηδονίζεται όταν μπαίνει στα ενδότερα φρικτών υποθέσεων όπως παππούς που βίαζε την εγγονή του, θείος που εξέδιδε την ανιψιά του ή δεκαπέντε άτομα από ένα μικρό χωριό που βίαζαν μια ανήλικη κοπέλα, με αποτέλεσμα ο πατέρας της να αυτοκτονήσει όταν το έμαθε.
Θα ήταν πολύ εύκολο να παραθέσω στο κείμενο συγκεκριμένες υποθέσεις που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα. Υποθέσεις που γνωστοποιήθηκαν μετά από καταγγελίες, στα οποίες «πενηνταπεντάχρονοι» κακοποιούσαν «δεκάχρονες», «σαραντάχρονοι» βίαζαν «δεκατετράχρονες» λέγοντας ότι έμοιαζαν με «ενήλικες δεκαοκτάχρονες» και «ογδοηντάχρονοι» που μετά από χρόνια καταγγέλθηκαν ότι στα νιάτα τους κακοποιούσαν συστηματικά γυναίκες που σήμερα είναι «τριαντάχρονες» αλλά τότε ήταν «οκτάχρονες».
Να μην παραλείψω παππού που κακοποιούσε εγγονή, αλλοδαπό που βίαζε εξάχρονα και οκτάχρονα παιδάκια ή πατέρα που βίαζε και τα δυο παιδιά του. Πρόκειται για φρικαλέες υποθέσεις, εξ’ ου και οι μεσημεριανές τηλεοπτικές εκπομπές βρίσκουν σ’ αυτές καυτή πρώτη ύλη για να καλύψουν τον τηλεοπτικό τους χρόνο.
Η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό μας, είναι ότι κάτι έχει συμβεί και οι υποθέσεις αυτές είναι πια πάρα πολλές. Σκάει τουλάχιστον μία κάθε βδομάδα, με τις περισσότερες απ’ αυτές να έχουν διαδραματιστεί μέσα στο στενό ή στο κάπως ευρύτερο οικογενειακό πλαίσιο. Μέσα στα σπίτια γίνονται δηλαδή, πίσω από κλειστές πόρτες νοικοκυριών που δύσκολα θα υποπτευόταν κανένας.
Συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα, υπεράνω υποψίας, αποδεικνύονται πρωταγωνιστές τέτοιων ιστοριών ασύλληπτης σκληρότητας, που πάντα έχουν για θύμα κάποιο ανήμπορο και σιωπηλό παιδί που νομοτελειακά καταλήγει διαχρονικό ψυχολογικό ράκος. Η κοινωνία μένει άναυδη μπροστά σ’ αυτό τον χείμαρρο σκληρότητας και αήθειας, χωρίς να ξέρει τι να υποθέσει. Καθότι οι ιστορίες αυτές έχουν πάψει πια να αποτελούν κάτι σπάνιο εξαιρετικό, αλλά τείνουν να γίνουν καθημερινότητα.
Η εύκολη υπόθεση είναι ότι η κοινωνία μας έχει χάσει πια την συνεκτικότητα και την αίσθηση των στοιχειωδών αξιών της, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται κανένα ηθικό έρμα στην λειτουργία της. Το επίσης προφανές συμπέρασμα είναι ότι ο αριθμός των προβληματικών οικογενειών έχει αυξηθεί δραματικά, οπότε αντί η οικογένεια να αποτελεί το κύτταρο ασφάλειας για τα παιδιά, να μετατρέπεται σε κλουβί κακοποίησης τους. Φυσικά όχι όλες οι οικογένειες, αλλά ανησυχητικά πολλές.
Θα αντιτείνει κάποιος –δικαιολογημένα- ότι πάντα αυτά συνέβαιναν και στις παλιότερες κοινωνίες και μέσα στις οικογένειες. Η εποχή μας δεν έχει το μονοπώλιο της βίας, αυτού του είδους οι φρικτές συμπεριφορές υπήρχαν πάντα και στα σπίτια και στους δρόμους. Ασυνείδητοι εγκληματίες και ευάλωτα άτομα υπήρχαν πάντα. Όμως εδώ πρέπει να βγάλουμε ένα θετικό συμπέρασμα για το αν τα περιστατικά αυτά έχουν πράγματι αυξηθεί προϊόντος του χρόνου ή αν απλώς έχουν ανοίξει πια τα στόματα και τέτοιες πράξεις καταγγέλλονται ευκολότερα. Δύσκολα μπορεί να απαντήσει κανείς σ’ αυτό, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Ελπίζουμε να είναι το δεύτερο.
Το βέβαιο είναι ότι όλη αυτή η φρίκη που μας κατακλύζει δεν θα σταματήσει με την τοποθέτηση ενός αστυνομικού μέσα σε κάθε σπίτι και ενός περιπολικού σε κάθε γωνία. Τα ζητήματα της κοινωνικής και οικογενειακής βίας και εκμετάλλευσης, δεν εξαλείφονται με αστυνομικό τρόπο. Ούτε θα συμβάλει σε τίποτα η περαιτέρω αυστηροποίηση της νομοθεσίας, εξάλλου ο βιαστής ανηλίκου τρώει ισόβια. Πόσο ποιο σκληρός να γίνει ο νόμος; Ούτε αποδέχομαι την θεωρία ότι η φτώχεια δημιουργεί το έγκλημα. Ειδικά το συγκεκριμένο έγκλημα δεν οφείλεται στην οικονομική ανέχεια.
Αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε ως κοινωνία και πολιτεία, είναι να αυξήσουμε τις δομές προειδοποίησης απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές και στην συνέχεια τις δομές επούλωσης των πληγών που δημιουργούν. Η «ένοχη σιωπή» του γείτονα, του συγγενή, του χωριανού, του φίλου, που ξέρει αλλά δεν μιλά για διάφορους λόγους, είναι το πρώτο που πρέπει να εξαφανιστεί. Το «τι με νοιάζει εμένα τι γίνεται παραδίπλα», μας κάνει συνένοχους στο έγκλημα. Δεν είναι δυνατόν να ξέρουμε ότι εκδίδεται μια δεκατετράχρονη στην απέναντι πολυκατοικία και να κάνουμε τους αδιάφορους. Ειδικά όταν υπάρχει πλέον και η δυνατότητα της ανώνυμης καταγγελίας.
Το δεύτερο είναι να αυξηθούν οι δομές που προλαμβάνουν και στην συνέχεια επουλώνουν. Ένας σταθερός και μόνιμος ψυχολόγος σε κάθε σχολείο, μια αντίστοιχη υπηρεσία σε επίπεδο γειτονιάς, μπορούν να αποσοβήσουν την διαιώνιση τέτοιων εγκλημάτων μέχρι και στο 50%. Ένας ψυχολόγος που βλέπει συστηματικά τα παιδιά και τα γνωρίζει, θα αντιληφθεί εύκολα ποιο είναι προβληματισμένο, ποιο κακοποιημένο, ποιο χρειάζεται βοήθεια. Και αυτός ο ψυχολόγος θα περάσει και από το σπίτι του παιδιού, οπότε εκεί θα δει τι συμβαίνει. Τα φαινόμενα δεν θα εξαλειφθούν, μπορούν όμως να μειωθούν αισθητά. Εξάλλου δεν έχει σημασία ο αριθμός. Και ένα παιδί να σωθεί από την κόλαση, αρκεί.
‘‘Δεν είναι δυνατόν να ξέρουμε ότι εκδίδεται μια δεκατετράχρονη στην απέναντι πολυκατοικία και να κάνουμε τους αδιάφορους. Ειδικά όταν υπάρχει πλέον και η δυνατότητα της ανώνυμης καταγγελίας.