Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος λέει ότι μέσω της οργάνωσής του «Κοινωνική κουζίνα – Άλλος άνθρωπος» έχει μοιράσει πάνω από 18 εκατομμύρια μερίδες φαγητού σε άπορους, άστεγους και πεινασμένους. Η φιγούρα του, άλλωστε, είναι πια πασίγνωστη όχι μόνο σε όσους κυκλοφορούν τακτικά στις πλατείες του κέντρου όπου στήνει τα καζάνια του, αλλά και σε όσους παρακολουθούν τηλεόραση, ή τα social media. Ο Πολυχρονόπουλος ήταν –ως προχθές- ένα πρόσωπο συνώνυμο της προσφοράς και του αλτρουισμού.
Από την άλλη πλευρά, η «Αρχή για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» του κ. Βουρλιώτη, με μια έκθεση-σοκ λέει ότι ο Πολυχρονόπουλος μαζί με δυο ακόμα άτομα έπαιρναν τα χρήματα που έδινε ο κόσμος για να στηρίξει την δράση τους και τα καρπώνονταν με διάφορους τρόπους. Τα χρήματα έμπαιναν σε προσωπικούς λογαριασμούς τους, στην συνέχεια ξεπλένονταν μέσω στοιχηματικών εταιρειών και τελικά κατέληγαν στην τσέπη των τριών. Η πρώτη εκτίμηση της Αρχής είναι για υπεξαίρεση τουλάχιστον 600.000 ευρώ.
Πρόκειται πράγματι για σοκ της κοινής γνώμης, καθώς η υπόθεση Πολυχρονόπουλου έρχεται να προστεθεί στην υπόθεση της «Κιβωτού» του πατέρα Αντώνιου. Αν οι κατηγορίες αποδειχθούν αληθινές, τότε όλοι εκείνοι που μέσα στην οικονομική κρίση αναδείχτηκαν σε πρωταθλητές της κοινωνικής προσφοράς και της καλοσύνης, τελικά θα αποδειχθούν απατεώνες. Δεν είναι και ό,τι καλύτερο για την χώρα. Όταν οι κορυφαίοι αλτρουιστές της είναι κομπιναδόροι, τότε όλοι εμείς οι υπόλοιποι πόσο χαμηλά μπορούμε να φτάσουμε;
Πέρα από το καλαμπούρι, όμως, με αφορμή την υπόθεση αυτή φύονται τεράστια ερωτήματα. Πρώτον, υπάρχει νομικό και θεσμικό πλαίσιο που διέπει όλες αυτές τις εθελοντικές οργανώσεις κοινωνικής προσφοράς, όταν διαχειρίζονται χρήματα από εισφορές; Θέλω να πω, υπήρχε πλαίσιο που θα ‘πρεπε να ακολουθήσει ο Πολυχρονόπουλος κι αυτός το παρέκαμψε, ή ο κάθε εθελοντής κάνει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι και όσοι βοηθούν οικονομικά απλώς εμπιστεύονται την τιμιότητά του; Οι τελευταίες πληροφορίες, πάντως, επιμένουν ότι δεν υπήρχε καμία νομική μορφή στην οργάνωση αυτή, όλα στον «Άλλο άνθρωπο» γίνονταν προσωπικά. Άρα, δεν επρόκειτο καν για δομή, αλλά για προσωπικό μηχανισμό.
Δεύτερον, η ύπαρξη τέτοιων δομών δεν είναι τυχαία, ούτε αφορά μόνο την εσωτερική ανάγκη που νιώθουν κάποιοι να προσφέρουν ανιδιοτελώς στο κοινωνικό σύνολο. Καλύπτουν και κάποιες υπαρκτές ανάγκες, κοντολογίς κλείνουν όσο μπορούν τις τρύπες που έχει αφήσει ανοικτές το λειψό κοινωνικό μας κράτος. Η προσφορά υπάρχει από τους εθελοντές, η «πελατεία» όμως προέρχεται από την αδυναμία του ελληνικού κράτους να καλύψει προνοιακά αυτούς που έχουν ανάγκη.
Όσο, λοιπόν, οι αναξιοπαθούντες αυτής της χώρας, ή τα μικρά παιδιά, ή οι άσχημα ενταγμένες κοινωνικές ομάδες θα βρίσκονται στο κενό δίχως την στοιχειώδη κρατική προστασία, τόσο θα υπάρχει ανοικτός χώρος και για τους έντιμους που θέλουν να προσφέρουν, αλλά και για τους επιρρεπείς στην παραβατικότητα. Όσο οι εισαγγελείς ανηλίκων δεν θα βρίσκουν κρατικές δομές να στείλουν τα παιδιά ανίκανων, ή επικίνδυνων γονιών και θα εξαναγκάζονται να τα τοποθετούν σε «Χαμόγελα» και «Κιβωτούς», τόσο λιγότερο θα δικαιούται το κράτος να κουνάει το δάκτυλο σε τέτοιες οργανώσεις για τον τρόπο που έχουν οργανωθεί και για το πώς λειτουργούν.
Δεν ξέρουμε τι θα προκύψει από την ανάκριση που έχει διαταχθεί για τον Πολυχρονόπουλο, αν και συνήθως η Αρχή για την καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος κάνει τεκμηριωμένη δουλειά. Το βέβαιο είναι ότι ακόμα κι αν όλα αποδειχθούν ψέματα, ο «Άλλος άνθρωπος» δύσκολα θα ξαναλειτουργήσει. Υπάρχει πια πάνω από το κεφάλι του εμπνευστή του μια αχλή αμφιβολίας που έχει καταστρέψει κάθε σχέση εμπιστοσύνης του κόσμου προς το πρόσωπό του.
Υπάρχει, όμως, και κάτι γενικότερο. Μετά τα δύο αυτά κορυφαία κρούσματα, του πατέρα Αντώνιου και του Πολυχρονόπουλου, ποιος θα ξανατολμήσει να ασκήσει εθελοντική δράση, δίχως οι γύρω του να τον υποπτευθούν για απατεώνα και καταχραστή; Και ποιος πλέον πλούσιος συμπολίτης μας, ή ποια εταιρεία που θέλει να δείξει εταιρική κοινωνική ευθύνη θα ξαναβάλει το χέρι στην τσέπη ή στο ταμείο για να συμβάλει σε τέτοια δράση; Οι αποκαλύψεις αυτές μας πάνε πολύ πίσω τελικά. Κι αυτό το «πίσω» το πληρώνουν οι πιο ανήμποροι της κοινωνίας μας.