0

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press

του Ανδρέα Μαζαράκη

Η γενική εικόνα για το 2024, είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Ουκρανικό, αμερικανικές εκλογές και ελληνοτουρκικά, είναι οι κύριες προκλήσεις που η χώρα μας θα βρεθεί αντιμέτωπη το 2024. Ξεκινώντας από τις ΗΠΑ, η εικόνα που εκπέμπεται είναι ανησυχητική. Η εσωτερική πολιτική αναταραχή έχει χτυπήσει κόκκινο, ενώ η σχεδόν ταύτιση του Δημοκρατικού Κόμματος με τους “δικαιωματιστές”, έχει κάνει “μετάσταση” στην Ευρώπη, με την Ελλάδα να μην αποτελεί εξαίρεση. Οι διαφωνίες Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων σε κομβικά ζητήματα ασφαλείας, αφορούν άμεσα την περιοχή μας.

Τα δυο πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι σχέσεις με την Τουρκία. Σε αμφότερα είναι πλέον πασιφανές, ότι οι προσεγγίσεις διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα. Τα όρια της υποστήριξης της Ουκρανίας και η επόμενη ημέρα μετά τη λήξη του πολέμου, θα επηρεάσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες Μόσχα και Κίεβο θα εισέλθουν σε φάση απεμπλοκής.

Οι εξελίξεις στο μέτωπο αυτό, όμως, επηρεάζουν καθοριστικά και τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Παρά το ακλόνητο για την αμερικανική γραφειοκρατία ιδεολόγημα της “αναντικατάστατης Τουρκίας”, παραμένει δεδομένο ότι η γεωπολιτική αξία του τουρκικού χώρου αυξάνεται όσο μεγαλύτερο είναι το χάσμα ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον. Στην παρούσα συγκυρία, δυστυχώς για την Ελλάδα, οι εξελίξεις θυμίζουν τις πιο σκοτεινές περιόδους του Ψυχρού Πολέμου.

Το ενδεχόμενο επικράτησης του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2024, εκτιμάται ότι θα επιφέρει μεγάλες αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στο Ουκρανικό. Όσον αφορά, όμως, στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, εάν υποτεθεί ότι εξυπηρετούνται από τον τερματισμό του πολέμου, το θετικό αυτό αντισταθμίζεται από την ιδιαίτερη σχέση που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα σε Τραμπ και Ερντογάν. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι ο πρώτος ζηλεύει τα περιθώρια ελευθερίας κινήσεων του δευτέρου!

Οι αναπόφευκτες επιπτώσεις στα ελληνοτουρκικά, πρέπει να αποτελέσουν από τώρα αντικείμενο προσεκτικής μελέτης από την ελληνική διπλωματία. Η Τουρκία διατηρεί ένα έμμεσο βέτο στο τι και πότε θα αγοράσει η Ελλάδα. Αυτό πιθανόν να ενισχυθεί, γεγονός που πρέπει να ληφθεί από τώρα πολύ σοβαρά υπόψη από την Αθήνα, είτε αφορά την προμήθεια προηγμένων όπλων, είτε αφορά διπλωματικές κινήσεις.

Στον ευρωπαϊκό πυλώνα, η κατάσταση δεν παρουσιάζεται πολύ καλύτερη για την Ελλάδα. Οι ΗΠΑ είναι ένα κράτος με πολιτικό σύστημα ισορροπιών, που στο τέλος της ημέρας λειτουργεί. Η Ενωμένη Ευρώπη, όμως, καλείται να αντιμετωπίσει τις ίδιες εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις, χωρίς να είναι δεδομένος ο κοινός βηματισμός των κρατών-μελών. Αυτός αποδεικνύεται στην πράξη δύσκολος -εάν όχι ανέφικτος-, με αποτέλεσμα η παραγωγή ευρωπαϊκής πολιτικής να είναι ασαφής, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα εθνικά συμφέροντα των μελών της.

Τα αντανακλαστικά και η παρεμβατική δυνατότητα της προβληματικής ΕΕ είναι περιορισμένα, γεγονός που τροφοδοτεί τη διεθνή της ανυποληψία, τουλάχιστον στους τομείς της “σκληρής” πολιτικής, δηλαδή τα ζητήματα ασφαλείας. Η δε κατάσταση στο εσωτερικό, με την οικονομική κρίση και την ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, τροφοδοτεί σεισμικές πολιτικές αλλαγές στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που θα μπορούσαν να καταγραφούν στις επερχόμενες ευρωεκλογές.

Το περίεργο είναι ότι την ενδοευρωπαϊκή συζήτηση για την κατάργηση του βέτο δεν την αναζωπύρωσε αυτή η διαπίστωση, αλλά το γεγονός ότι δυσκολεύεται να συνεχίσει να λειτουργεί σαν παρακολούθημα της αμερικανικής πολιτικής στην Ουκρανία! Αντί αυτό να προβληματίσει στην Αθήνα, οι φωνές που τάσσονται υπέρ της κατάργησης του βέτο στην ΕΕ είναι ισχυρές, παρόλο που είναι η μοναδική ασπίδα προστασίας απέναντι στην επικράτηση του νόμου του ισχυροτέρου στους κόλπους της ΕΕ.

Μοιάζει με μια εσωτερική ελληνική σύγκρουση, ανάμεσα σε όσους επιθυμούν την αυτόφωτη παρουσία της Ελλάδας στο διεθνές γίγνεσθαι, προφανώς στο πλαίσιο των συμμαχιών της και όσους αυτό το θεωρούν ανέφικτο, προτιμώντας την πρόσδεση-εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ και τους ισχυρούς της ΕΕ. Όπως, όμως, αποδεικνύουν καθημερινά τα γεγονότα το τελευταίο διάστημα, μπορεί οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις να βρίσκονται σε ιστορικό υψηλό, αλλά αυτό δεν έχει μεταφραστεί σε εθνικό όφελος. Η ανάγκη της Ουάσιγκτον να “χαϊδεύει” την Τουρκία για να μην την χάσει, έχει οδηγήσει σε εξοπλιστικά παρατράγουδα!

Η ανάλυση θα μπορούσε να πάει σε μεγαλύτερο βάθος. Ωστόσο, στόχος αυτού του σημειώματος, είναι η αποτύπωση των παραμέτρων του προβλήματος. Πέραν των ΗΠΑ και της ΕΕ, ανησυχία προκαλείται και στο πλέγμα συμμαχιών που έχει οικοδομήσει η χώρα για την αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού. Ο τρόπος χειρισμού της τακτικής φύσεως “επίθεσης φιλίας” από την πλευρά του Ερντογάν, εγείρει ισχυρές ανησυχίες σε όσους διακρίνουν ότι το κίνητρο που τον ώθησε να αλλάξει στάση είναι δικές του συγκυριακές σκοπιμότητες κι όχι μία αλλαγή στρατηγικής.

Η θέση της ελληνικής διπλωματίας δεν είναι εύκολη. Ας δούμε ορισμένες διαστάσεις του προβλήματος εξισορρόπησης για την ελληνική πλευρά. Ο Ερντογάν εξισώνει τις πράξεις των Ισραηλινών με αυτές των Ναζί και συντάσσεται με τη Χαμάς. Η εξέλιξη της σύγκρουσης εγείρει ανησυχίες για επιδείνωση των σχέσεων ακόμα και μεταξύ Ισραήλ-Αιγύπτου. Οι σιίτες αντάρτες Χούθι στην Υεμένη, εξυπηρετώντας τα ιρανικά συμφέροντα, έχουν ουσιαστικά αποκλείσει την Ερυθρά και γενικότερα τη θαλάσσια οδό που μέσω Σουέζ ενώνει την Ασία με την Ευρώπη, προκαλώντας αλυσιδωτές οικονομικές συνέπειες.

Η προσπάθεια του Ισραήλ να ξεκαθαρίσει προς όφελός του το τοπίο στη Μέση Ανατολή, είναι εξόφθαλμη. Εάν δεν το επιθυμούσε, δεν θα είχε κινητοποιήσει 350.000 εφέδρους. Αυτή η προοπτική δεν είναι σαφές εάν αφήνει αδιάφορες τις σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου, δεδομένου του ότι η διένεξη με το Ιράν ήταν βασικό κίνητρο για την εξομάλυνση των σχέσεών τους με το Ισραήλ. Μόνο που έχει εν τω μεταξύ μεσολαβήσει η προσέγγιση Τεχεράνης-Ριάντ με τις ευλογίες και την εγγύηση της Κίνας. Κι όλα αυτά, ενώ στην Αφρική μαίνονται κι άλλες αιματηρές συγκρούσεις με εθνικό, φυλετικό ή και θρησκευτικό πρόσημο, τροφοδοτώντας τα κύματα παράνομης μετανάστευσης προς την Ευρώπη.

Δυστυχώς, η ελληνική εξωτερική πολιτική δείχνει να είναι αποκλειστικά απορροφημένη με τα ελληνοτουρκικά και μάλιστα με μονοδιάστατο τρόπο. Αυτό διαβιβάζει προς τους συμμάχους πολύ λανθασμένο μήνυμα. Πέραν του ότι η προσδοκία είναι εξόφθαλμα ουτοπική, δικαιώνει έμμεσα την τουρκική στρατηγική, καθώς περνά το μήνυμα “αν τα βρω μαζί σας, δεν χρειάζομαι τους υπόλοιπους”!

Αυτό παραπέμπει σε λογική εθελοντικής έμμεσης δορυφοροποίησης της Ελλάδας από την Τουρκία. Αντί να αξιοποιηθεί η ύφεση στα ελληνοτουρκικά για να θεραπευθούν όσα προκάλεσε η 15ετής εγκατάλειψη των Ενόπλων Δυνάμεων, ώστε στον επόμενο γύρο έντασης, που είναι το πιθανότερο σενάριο, η Ελλάδα να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα με καλύτερους όρους, δίνει την εντύπωση ότι εγκαταλείπει την εξοπλιστική προσπάθεια, ίσως και σαν “επιβράβευση” της Τουρκίας για την “καλή” της συμπεριφορά! Αυτό θα εξηγούσε και την απουσία αντίδρασης σε όσα σημειώνονται στις εξοπλιστικές σχέσεις με τις ΗΠΑ (αποδέσμευση προηγμένων όπλων, F-35 κλπ.).

Δυστυχώς, οι οιωνοί για το 2024 μόνο αίσιοι δεν είναι. Η δε Ελλάδα, δεν δείχνει να έχει απόλυτη συνείδηση του περιβάλλοντος και των κινδύνων. Μοιάζει να επενδύει υπέρμετρα στην ελληνοτουρκική ύφεση και μονοδιάστατα στην όποια προστασία  μπορεί να της προσφέρει η σχέση με την Ουάσινγκτον. Οι αναθεωρήσεις που πρέπει να γίνουν, λοιπόν, είναι πολλές και πρέπει να γίνουν το ταχύτερο.

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις