Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Η εικόνα του χαμογελαστού Ερντογάν να κρατά στα χέρια του την συνθήκη ειρήνης και φιλίας ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, είναι εντελώς παράταιρη με όσα είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια
Κάποτε, ο Γιώργος Παπανδρέου ως Υπουργός Εξωτερικών χόρευε στην Τουρκία παρέα με τον ομόλογό του Ισμαήλ Τζεμ, θεμελιώνοντας την διπλωματία του ζεϊμπέκικου. Ήταν το 2001, για να έρθει τρία χρόνια αργότερα η ακόμα πιο προωθημένη πολιτική σύγκλιση των δύο πλευρών του Αιγαίου, με την κουμπαριά του Κώστα Καραμανλή με τον Ταγίπ Ερντογάν. Ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν ένας από τους τέσσερις μάρτυρες στον γάμο της κόρης του Τούρκου προέδρου. Για την ιστορία, υπενθυμίζω τους τρεις υπόλοιπους. Τον βασιλιά Αμπτάλα της Ιορδανίας, τον στρατηγό Μουσάραφ του Πακιστάν και τον Ρουμάνο πρωθυπουργό Ναστάζε.
Έκτοτε, πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι των ελληνοτουρκικών, για να φθάσουμε το 2018-20 στα πρόθυρα, αν όχι κανονικού πολέμου, σίγουρα πολύ κοντά σε θερμό επεισόδιο. Τούρκικα ωκεανογραφικά και τρυπάνια τριγύριζαν στις θάλασσές μας, ελληνικά υποβρύχια και φρεγάτες τα παρεμπόδιζαν, πάνω από την θάλασσα οι αερομαχίες ήταν αδιάκοπες, τα πλοία του ελληνικού και τουρκικού λιμενικού τράκαραν το ένα τ’ άλλο, ενώ καθημερινές απειλές εκτοξεύονταν από την Άγκυρα, συνοδευμένες από εξωφρενικές απαιτήσεις αναθεωρητισμού. Και ω του θαύματος, την προηγούμενη βδομάδα ξαναβρεθήκαμε φίλοι και αδέρφια με τους Τούρκους.
Η εικόνα του χαμογελαστού Ερντογάν να κρατά στα χέρια του την συνθήκη ειρήνης και φιλίας ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, είναι εντελώς παράταιρη με όσα είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Ακόμα πιο παράταιρο ήταν το χειροκρότημα του Ερντογάν στον Μητσοτάκη, όταν εκείνος του εξήγησε δημόσια ότι δεν υφίσταται τουρκική μειονότητα, αλλά μουσουλμανική μειονότητα κατοχυρωμένη από την συνθήκη της Λωζάνης. Για έναν αναθεωρητή των συνθηκών, όπως ο Ερντογάν, που έχει άπειρες φορές κατακεραυνώσει την Λωζάνη, αυτή ήταν μια μείζονα και δημόσια υποχώρηση. Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι πριν δέκα μήνες, ο Τούρκος έλεγε ότι εφόσον υπάρχει άμυνα στα νησιά, δεν αναγνωρίζει καν την ελληνική κυριαρχία σ’ αυτά.
Τι έχει συμβεί, το λοιπόν, και είχαμε τέτοια μεταμόρφωση των Τούρκων; Και ειδικά του Ερντογάν, που τα χρόνια μετά το πραξικόπημα μεταβλήθηκε σ’ έναν από τους πιο σκληρούς και αυταρχικούς ηγέτες της υφηλίου; Πώς αυτός που έχει βάλει στόχο του να κάνει την Τουρκία μια στρατιωτική υπερδύναμη, να ανασυστήσει την Οθωμανική αυτοκρατορία και να ξαναστήσει την θαλάσσια γαλάζια πατρίδα, ανέχεται από τον Μητσοτάκη να του υπενθυμίζει την συνθήκη της Λωζάνης, ή περνά από την Αθήνα δίχως να πει μια λέξη για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών; Κάποιος ουσιώδης λόγος θα υπάρχει για αυτή την στροφή.
Μην κοιτάτε που η ελληνική αντιπολίτευση προσπάθησε να κρύψει όλο αυτό που συνέβη στην Αθήνα πίσω από ένα σκύψιμο αβρότητας του κ. Γεραπετρίτη, όταν το δίδυμο Σακελλαροπούλου-Ερντογάν περνούσε την πόρτα του Προεδρικού Μεγάρου. Όσα συνέβησαν στην Αθήνα, ήταν τελικά πολύ σοβαρότερα από μια μικροπολιτική καταγγελία ενός τυπικού νεύματος. Διότι, είναι καιρός να κατανοήσουμε ότι το κλίμα και οι συμπεριφορές ανάμεσα σε δυο χώρες, είναι απόρροια όχι τόσο των ψυχολογικών διαθέσεων που υπάρχουν στα δυο μέρη, αλλά κυρίως του συσχετισμού δυνάμεων που υφίσταται ανάμεσά τους. Κοντολογίς και για να το πούμε καφενειακά, όταν η Τουρκία έκανε τους μεγάλους τσαμπουκάδες, την «έπαιρνε» έναντι της Ελλάδας και τώρα κάνει επίθεση φιλίας, διότι δεν την «παίρνει».
Την τελευταία πενταετία, ο συσχετισμός δυνάμεων άλλαξε προς όφελός μας, όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και διπλωματικά. Δεν ήταν εύκολο ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Πρώτα απ’ όλα, αυτή η πρεμούρα του Ερντογάν να σταματήσει επιτέλους ο «σκυλοκαβγάς» πάνω από το Αιγαίο (με αερομαχίες που προκαλούσαν μόνοι τους), δεν είναι παρά μια τρανή απόδειξη ότι η πολεμική μας αεροπορία είναι πια πολύ ανώτερη από την τουρκική. Μοιάζει απλοϊκή εξήγηση, όταν όμως εμείς έχουμε αναβαθμισμένα F-16 και δυο μοίρες καινούρια Rafale, ενώ εκείνοι ακόμα πετάνε με τα παλιότερα F-16 που οι Αμερικάνοι δεν τους τα αναβαθμίζουν καν, αν υπάρξει ατύχημα, ή θερμό επεισόδιο, ή κάποιου είδους αερομαχία, ποιος θαρρείτε ότι θα κερδίσει; Όταν μπαίνεις σ’ έναν καβγά με κατώτερες δυνάμεις, τότε προφανώς εμφανίζεσαι ως υπέρμαχος της ειρήνης, της σύνεσης και της ησυχίας.
Αλλά και διπλωματικά έχει αλλάξει ο συσχετισμός υπέρ ημών. Η αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, οι διάσπαρτες βάσεις των Αμερικανών στην χώρα, η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ και η συμμαχία με την Γαλλία, δεν είναι δευτερεύοντες παράγοντες στους οποίους δεν πρέπει να δίνουμε σημασία. Στην αναβάθμιση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα και ο ίδιος ο Ερντογάν, που παίζοντας διάφορα επικίνδυνα παιχνίδια δήθεν ισορροπιών μεταξύ ανατολής και δύσης, χριστιανικού και μουσουλμανικού κόσμου, Πούτιν και ΝΑΤΟ, τελικά κατάφερε να δείξει την αφερεγγυότητά του στους Αμερικανούς και τους δυτικοευρωπαίους, δίχως να κερδίσει τίποτα από τους άλλους. Οπότε, αυτοί στράφηκαν στην Ελλάδα, που έχοντας μια συνεπή και σταθερή εξωτερική πολιτική, αναδείχθηκε σε πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή. Έτσι παίζονται τα διπλωματικά και στρατιωτικά παιχνίδια, είναι ένα σκάκι για μαιτρ.
Το ερώτημα που μια βδομάδα τώρα πλανάται πάνω από την ελληνική πολιτική σκηνή, είναι αν αυτό που έγινε στην επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα είναι κάτι σταθερό και φερέγγυο, ή απλώς ένα τούρκικο τερτίπι που εξυπηρετεί προσωρινά τα συμφέροντα του τετραπέρατου Τούρκου. Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε με την παρέμβαση του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος εξέφρασε ανοικτή δημόσια διαφωνία με το κείμενο των Αθηνών, μιλώντας για «ασαφείς διατυπώσεις που επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες». Για να διατυπώσει στη συνέχεια μια ιδιαίτερα βαριά κατηγορία κατά του Μητσοτάκη κι ας μην την είπε ονομαστικά. «Η ειρήνη δεν εξαγοράζεται με παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας». Βεβαίως, όταν ο ίδιος ως πρωθυπουργός γινόταν κουμπάρος με τον Ερντογάν δεν υπήρχε θέμα τούρκικων παρερμηνειών , μόνο σήμερα υπάρχει κατά τον πρώην πρωθυπουργό.
Σε κάθε περίπτωση, είναι λιγάκι οξύμωρο να κατηγορείται ο πρωθυπουργός που εξόπλισε την χώρα για πολιτική παραχωρήσεων. Αν μη τι άλλο, αν είχε τέτοιο σκοπό, τα άπειρα εκατομμύρια που έδωσε για όπλα θα τα έκανε εκλογικά επιδόματα. Πέραν τούτου, ενώ μόλις ξεφύγαμε από μια κατάσταση αφόρητης έντασης ανάμεσα στις δυο χώρες -που θα μπορούσε να φτάσει εύκολα σε πόλεμο-, είναι μάλλον αδύναμη μια πολιτική θέση που λέει ότι κακώς συνομιλούμε με τους απέναντι. Το γεγονός ότι οι υπόνοιες αυτές διατυπώνονται από δύο πρώην πρωθυπουργούς της ΝΔ, τον Α. Σαμαρά και τον Κ. Καραμανλή, έχει ασφαλώς τη σημασία του, αλλά δεν είναι και προς θάνατο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εντολή να ασκήσει την δική του εξωτερική πολιτική για την οποία θα κριθεί. Αν ήταν να κάνουν εξωτερική πολιτική οι δυο πρώην πρωθυπουργοί, θα ήταν άλλος και ο ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου.
Η κυβέρνηση ξεκαθάρισε ευθύς εξ αρχής ότι το κείμενο των Αθηνών δεν έχει νομική ισχύ και δεν παράγει τυπικές υποχρεώσεις για κανένα από τα δύο μέρη. Έχει μόνο πολιτική σημασία. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση λέει διαρκώς ότι χαιρόμαστε για το καλό κλίμα που έχει επιτευχθεί, όμως δεν έχουμε αυταπάτες ότι η Τουρκία θα αλλάξει ριζικά. Κατά τούτα, βρισκόμαστε σε μια περίοδο που, δίχως να υπάρχει καμιά οβιδιακή μεταμόρφωση της τουρκικής πολιτικής, ελπίζουμε ότι θα ζήσουμε μια περίοδο ύφεσης των εντάσεων στο Αιγαίο. Εφόσον η παραμικρή κουβέντα επί των πραγματικών προβλημάτων δεν έγινε, ούτε γίνεται, πού είναι το κακό του ήπιου κλίματος; Γιατί θα πρέπει να βρισκόμαστε πάντα στα πρόθυρα πολέμου και γιατί μόνο η ένταση, οι αερομαχίες και οι ναυμαχίες επιβεβαιώνουν τον πατριωτισμό μας;