Οι πολύ νέοι δεν το ‘χουν ζήσει καν. Να σέρνονται κάθιδροι μέσα σ’ ένα διαμέρισμα που κυριολεκτικά κοχλάζει από τον καύσωνα, δίχως την παραμικρή ελπίδα να βρεθεί κάπου μια ανάσα δροσιάς για να ξαποστάσει το κορμί. Ούτε την μέρα, ούτε την νύχτα.
Οι σημερινοί τριαντάρηδες, άντε και σαραντάρηδες, δεν ξέρουν πως ήταν η ζωή χωρίς air condition. Και γι’ αυτό αδυνατούν καν να την διανοηθούν. Σαν τους ακόμα νεοτερους τους που αναρωτιούνται αν υπήρχε ζωή πριν το κινητό. Υπήρχε, υπήρχε. Όπως υπήρχαν και καλοκαίρια, με καύσωνες και δίχως κλιματιστικά.
Κάντε το εικόνα. Ανθρώπινα ζόμπι, άυπνα και εξουθενωμένα από την παρατεταμένη ζέστη, με τις μπαλκονόπορτες ανοικτές μήπως και υπάρξει κάποιο ρεύμα αέρα (που κι αυτός ήταν λίβας), να βρέχουν κάθε δέκα λεπτά το κεφάλι τους στον νιπτήρα και να στέκονται μπροστά στον ανεμιστήρα για να πάρουν μια στιγμιαία αίσθηση ανακούφισης. Φανταστείτε τις χιλιάδες μποτιλιαρισμένων στους αθηναϊκούς δρόμους, με πυρωμένες τις λαμαρίνες, με νέφος από πάνω τους, με ορθάνοικτα τα παράθυρα του αμαξιού, με τον ιδρώτα να βρέχει μέχρι σώβρακο, με τα κορναρίσματα και το βρισίδι να πηγαίνουν σύννεφο.
Η εικόνα του 1987
Σκεφτείτε τους να προσπαθούν να κοιμηθούν τα βράδια (τα μεσημέρια ούτε κατά διάνοια) μέσα σε μια λίμνη από ιδρώτα. Να ξαπλώνουν στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας μπας και αντλήσουν μισό βαθμό Κελσίου απ’ το μωσαϊκό, να βγαίνουν στο μπαλκόνι που έβραζε χειρότερα ενώ δέχονταν και την επίθεση των κουνουπιών, μην περνά η νύχτα ενώ ήξεραν ότι η μέρα που ξημέρωνε θα ήταν χειρότερη. Απελπισία. Σκεφτείτε τους ανήμπορους παππούληδες που καθισμένοι σε μια πολυθρόνα μέσα σ’ ένα αχνιστό περιβάλλον, έχαναν την αίσθηση της πραγματικότητας καθώς κοβόταν αργά-αργά η άδηλη αναπνοή τους κι άφηναν έτσι την τελευταία τους πνοή, έρμαια μιας ζέστης που η βιολογική τους αντοχή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει.
Θερμοπληξία
Το 1987 πέθαναν 1.300 Έλληνες από θερμοπληξία. Εξωφρενικό νούμερο, πραγματική εθνική τραγωδία αν σκεφτούμε τους αντίστοιχους αριθμούς στο Μάτι και τα Τέμπη. Κι όμως, τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, περάσαμε έναν καύσωνα χειρότερο απ’ αυτόν του 1987, σχεδόν δίχως να τον καταλάβουμε. Όχι μόνο διότι κάποιος άγιος άνθρωπος ονόματι Willis Haviland Carrier είχε ανακαλύψει το air condition πριν 120 χρόνια, αλλά και διότι είμαστε μια χώρα του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου που έχει την οικονομική δυνατότητα να βάλει τέτοιες ευεργετικές εφευρέσεις μέσα στο σπίτι, στο γραφείο, στο αμάξι μας.
Καύσωνας ναι, αλλά…
Και να που τώρα, ταμπουρωμένοι μέσα σε δροσερά διαμερίσματα, κοιτάμε έξω την πλάση που καίγεται και λέμε δήθεν προβληματισμένοι «πολλή ζέστη σήμερα, καύσωνας». Αμ δε. Δεν νιώσαμε καύσωνα αναγνώστες μου, άλλοι τον νιώθουν σε μέρη αλαργινά και φτωχικά, όχι εμείς. Τουλάχιστον αυτό το καταφέραμε. Και να πατάμε το γκάζι πάνω στην καυτή άσφαλτο της εθνικής οδού καταφέραμε, γιατί το κλιματιζόμενο αμάξι μας δεν χαμπαριάζει πια από ζέστη και μας προσφέρει εύκολη πρόσβαση στις διακοπές μας.
Χαίρομαι για μας, απλώς καμιά φορά εκεί που ρεμβάζουμε τον έξω καυτό κόσμο ενώ εμείς ξαποσταίνουμε αναπαυτικά και δίχως σταγόνα ιδρώτα στο κορμί μας, ας μακαρίζουμε εκείνον τον ανθρωπάκο που ανακάλυψε τον κλιματισμό. Και τους άλλους που μπόρεσαν να μας βάλουν και να μας κρατήσουν στον αναπτυγμένο κόσμο που απολαμβάνουμε σήμερα, να μακαρίζουμε επίσης…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου