0

Σε δεκαπέντε μέρες ξαναψηφίζουμε. Ελπίζοντας ότι αυτή την φορά θα βγάλουμε κυβέρνηση και θα φύγουμε ήσυχοι για τις διακοπές του καλοκαιριού. Δεν χρειάζεται εξάλλου να ανησυχούμε, οι κάλπες δεν θα λείψουν από την ζωή μας. Τον Οκτώβριο θα ξαναψηφίσουμε, αυτή την φορά για τους δήμους και τις περιφέρειες.

Σε αρκετές περιοχές οι εκλογές θα είναι διπλές, παρά το γεγονός ότι το όριο για την εκλογή των δημοτικών αρχόντων από την πρώτη κάλπη έχει κατέβει από το 50% στο 42%. Άρα, πολλοί από μας θα πάνε το φθινόπωρο δυο φορές σε εκλογικό τμήμα. Και να μην ξεχάσουμε ότι μόλις βγει ο χειμώνας, την άνοιξη του 2024 θα ξαναπάμε στις κάλπες για ευρωεκλογές. Κοντολογίς, από κάλπες θα έχουμε όσες τραβά η ψυχή μας, τουλάχιστον ας βγει κυβέρνηση αυτόν τον Ιούνιο να ησυχάσουμε απ’ αυτό το άγχος.

Μια απλή παρατήρηση του πολιτικού κλίματος γύρω μας όπως έχει διαμορφωθεί, αλλά και μια ματιά στις δημοσκοπήσεις μας βεβαιώνουν ότι η αυτοδυναμία της ΝΔ είναι πολύ πιθανή. Ο συνδυασμός του εκλογικού νόμου που δίνει μπόνους εδρών και του πρόσφατου θριάμβου της ΝΔ, είναι αλήθεια ότι προαναγγέλλουν μια άνετη και εύκολη αυτοδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Επειδή όμως και στην προηγούμενη κάλπη είχαμε πάει με πλείστες βεβαιότητες που το άνοιγμα της κάλπης διέψευσε, καλό θα είναι να μην θεωρούμε τίποτα σίγουρο. Κι αν με τις είκοσι μονάδες διαφορά μοιάζει εξωπραγματικό σενάριο κάθε ανατροπή της σειράς των κομμάτων, ας μην σπεύσουμε να πούμε το ίδιο για την πιθανότητα αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης. Αρκεί η πτώση της συμμετοχής και η διασπορά των ψήφων των «μικρών», για να δούμε αυτό το σενάριο να πραγματοποιείται.

Τα σενάρια 

Η αναφορά δεν είναι κινδυνολογική. Είναι απλώς λογική κι ας συγκεντρώνει μικρότερες πιθανότητες από το σενάριο της αυτοδυναμίας. Με μια Βουλή επτά κομμάτων (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Ελληνική Λύση, Πλεύση Ελευθερίας, ΝΙΚΗ) και με την ΝΔ να μην ξεπεράσει το 40%, η πιθανότητα μιας αυτοδυναμίας των 151 εδρών ή μιας μη-αυτοδυναμίας με 148-149 έδρες δεν είναι διόλου απίθανη. Συνεπώς όλα τα σενάρια είναι ανοικτά, ακόμα και η πιθανότητα να μην σχηματίζεται κυβέρνηση το βράδυ της 25ης Ιουνίου και άρα να ξαναπάμε σε τρίτες εκλογές. Μια μικρή μετατόπιση λίγων ψηφοφόρων ή μια σχετικά μείωση της συνολικής συμμετοχής αρκούν για να μπούμε σε περιπέτεια. Διότι εκλογές μέσα στον Αύγουστο θα είναι και πολιτική και οικονομική περιπέτεια για τον τόπο.

Πολιτική σταθερότητα

Επί του παρόντος, τα πράγματα δείχνουν να πηγαίνουν σχετικά πρίμα για την υπόθεση της πολιτικής σταθερότητας. Η ΝΔ διατηρεί το μεγάλο της προβάδισμα, ενώ αυτό που όλοι φαντάστηκαν ή φοβήθηκαν για την αντιπολίτευση με το άνοιγμα της προηγούμενης κάλπης, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Οι μετεκλογικές δημοσκοπήσεις, όσο μπορεί κανείς να τις εμπιστευτεί, δεν δείχνουν ούτε κατάρρευση του Σύριζα, ούτε εκρηκτική άνοδο του Πασόκ. Άρα δεν δείχνουν και αλλαγή της πρωτοκαθεδρίας στην αντιπολίτευση. Δημοσκοπικά, ο Τσίπρας διατηρεί (με ελαφρά πτώση) τις δυνάμεις του, ο Ανδρουλάκης επίσης μένει στα ίδια (με μικρή άνοδο). Της κακομοίρας φαίνεται να γίνεται στην βάση του εκλογικού χάρτη, όπου αντί για Βελόπουλο και Βαρουφάκη, θα ζήσουμε μ’ ένα σχήμα «μικρών» που θα περιέχει Βελόπουλο, Ζωή Κωνσταντοπούλου και ένα νεορθόδοξο πολιτικό μόρφωμα που κανείς δεν ξέρει τι θα κάνει. Το βέβαιο είναι ότι εξ αιτίας αυτών των «μικρών», μέσα στην Βουλή δεν θα πλήξουμε την επόμενη τετραετία.

Φορολογική αριθμητική

Όσον αφορά τον καθ’ αυτό προεκλογικό διάλογο, αυτή την φορά ξεφύγαμε από την εκλογική αριθμητική και προωθηθήκαμε στην …φορολογική αριθμητική. Είναι μία κάποια πρόοδος, καθώς τα τρία πρώτα κόμματα αναγκάστηκαν να βάλουν κάτω τα προγράμματα τους και να τα εκλαϊκεύσουν, ειδικά στο οικονομικό τους μέρος. Έβαλαν λοιπόν κάτω τις εισπρακτικές πολιτικές που προτείνουν και άρχισαν να αλληλοκατηγορούνται φορολογικώς. Η ΝΔ κατηγόρησε τον Σύριζα και το ΠΑΣΟΚ ότι έχουν κοινό φορομπηχτικό πρόγραμμα, που προβλέπει αύξηση της φορολογίας από ιδεοληψία. Αιχμή ήταν η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για κλιμακωτή φορολογία των μερισμάτων και η πρόταση του Σύριζα για έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών των μεγάλων επιχειρήσεων. Κατά την ΝΔ, αυτή η αντίληψη είναι πανομοιότυπη με την φορολογική πολιτική που ακολουθήθηκε το 2015-19, η οποία αφαίμαξε την μεσαία τάξη για να χρηματοδοτήσει την επιδοματική πολιτική προς τους φτωχότερους, δίχως να υπάρχει η παραμικρή αναπτυξιακή μέριμνα για το σύνολο της οικονομίας.

ΦΠΑ και ΕΦΚ στα καύσιμα

Στην απέναντι όχθη, ο Σύριζα και το ΠΑΣΟΚ (με πολύ μικρές μεταξύ τους παραλλαγές) κατηγορούν την ΝΔ ότι αρνείται να μειώσει τον ΦΠΑ στα τρόφιμα και τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα καύσιμα, διότι ευνοεί τους έμμεσους φόρους έναντι των άμεσων. Στην αντιπαράθεση που ακολούθησε ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα, καταλήξαμε να παρακολουθούμε ένα σεμινάριο οικονομικής πολιτικής, στο οποίο υπεισέρχονται και έντονα ιδεολογικά στοιχεία. Αν και είναι πραγματικά αμφίβολο ότι ο μέσος Έλληνας είναι ικανός να μιλήσει τόσο εξειδικευμένα για φορολογική πολιτική, η προεκλογική κουβέντα κατέληξε σε κάτι βαθιά επιστημονικό. Στην σχέση έμμεσων και άμεσων φόρων, αλλά και σε ακόμα πιο εξειδικευμένα ζητήματα όπως η εισπραξιμότητα των μεν και των δε.

Για να μην χαθούμε στους επιστημονικούς λαβυρίνθους αυτής της αντιπαράθεσης, τα κωδικοποιώ ως εξής. Ο Σύριζα και το ΠΑΣΟΚ ζητούν μείωση των έμμεσων φόρων και περαιτέρω φορολόγηση των επιχειρήσεων και των κληρονομιών. Η ΝΔ λέει ότι έχει ήδη μειώσει ή καταργήσει πενήντα φόρους και ότι αυτό είναι εγγύηση ότι θα συνεχίσει να κάνει το ίδιο. Όμως θα το κάνει προσεκτικά και δίχως παρακινδυνευμένες απόπειρες που μπορεί να αφήσουν τα δημόσια ταμεία με μεγάλες τρύπες. Τέτοια τρύπα λέει η ΝΔ ότι θα αφήσει μια μείωση του ΦΠΑ, καθώς τα πέντε δις που θα λείψουν από τον προϋπολογισμό πρέπει να καλυφθούν από άλλες φορολογίες που σήμερα η αντιπολίτευση κρατά κρυφές. Παράλληλα λέει ότι η μείωση του ΦΠΑ θα πάει όχι στην τσέπη του τελικού καταναλωτή, αλλά στην τσέπη του μεσάζοντα και του μαγαζάτορα.

Και για τις κληρονομιές

Καυγάς έχει ξεσπάσει και για το ζήτημα της φορολόγησης της κληρονομιάς. Η αντιπολίτευση λέει ότι το αφορολόγητο πρέπει να είναι μέχρι 400.000 ευρώ ανά παιδί, ενώ η ΝΔ έχει νομοθετήσει για το διπλάσιο. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ επιμένουν ότι ο Μητσοτάκης γλυτώνει τους πολύ πλούσιους από τον φόρο κληρονομιάς, η ΝΔ λέει απλώς ότι απαλλάσσει τους γονείς από ένα περαιτέρω άγχος που είναι η συγκέντρωση χρημάτων πριν πεθάνουν, ώστε τα παιδιά τους να μπορέσουν να πάρουν την πατρική περιουσία, η οποία έχει ήδη φορολογηθεί δεκάδες φορές. Τέλος πάντων, το θέμα είναι περισσότερο ιδεολογικό και συμβολικό παρά ουσιαστικό, καθότι τα αναμενόμενα κέρδη για το κράτος αν εφαρμοστεί η πρόταση της αντιπολίτευσης θα είναι λίγες δεκάδες εκατομμύρια τον χρόνο.

Δεν ξέρω αν τις δυο βδομάδες που απομένουν η προεκλογική αντιπαράθεση θα μεταφερθεί σε κάποιον άλλον τομέα ή αν θα παραμείνει στο γήπεδο της φορολογίας, το σίγουρο είναι ότι ο Μητσοτάκης έχει καλύτερη έξωθεν μαρτυρία για το θέμα απ’ ότι οι αντίπαλοι του. Η αριστερά ούτως ή άλλως είναι λάτρης της φορολογίας περισσότερο απ’ όσο το φιλελεύθερο στρατόπεδο, αλλά και ο Μητσοτάκης προσωπικά μπορεί να παινευτεί ότι κυβέρνησε τέσσερα χρόνια χωρίς να επιβάλλει ούτε έναν νέο φόρο ή κάποια αύξηση φόρου. Νομίζω ότι σ’ αυτό κατέχει το ρεκόρ, δεν υπήρξε άλλος τέτοιος πρωθυπουργός στην ελληνική ιστορία. Παράλληλα όμως, υπάρχει και κάτι το μάλλον φαιδρό σ’ αυτή την συζήτηση. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ δεν προτίθενται να κυβερνήσουν και έχουν ήδη προεξοφλήσει την αυτοδυναμία Μητσοτάκη. Άρα, τα κυβερνητικά τους προγράμματα δεν πρόκειται να εφαρμοστούν στην πράξη. Κατά τούτο, τι νόημα έχει να τα συγκρίνουν με το κυβερνητικό πρόγραμμα της ΝΔ; Πρόκειται για απορία στην οποία δεν υπάρχει απάντηση…

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις