0

Η ιστορία μιας μεγάλης σημασίας στρατιωτικής επίθεσης που έγινε τον Σεπτέμβριο του 1918 στην οροσειρά του Βόρα και οδήγησε, στη συνέχεια, στον τερματισμό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, επανέρχεται αυτές τις μέρες στο προσκήνιο, καθώς συμπληρώνονται φέτος 104 χρόνια από τις κρίσιμες εκείνες μάχες. Ήταν στα μέσα του Σεπτεμβρίου, όταν ελληνικές, σερβικές και γαλλικές συμμαχικές δυνάμεις κατάφεραν να «σπάσουν» το μέτωπο Βούλγαρων, Αυστριακών και Γερμανών, με τη βοήθεια των κρίσιμων παρεμβάσεων του αποσπάσματος του Έλληνα Συνταγματάρχη Παναγιώτη Γαργαλίδη, βόρεια των Προμάχων.

Το ΑΠΕ – ΜΠΕ παρουσιάζει τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν και περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο το 35ο Σύνταγμα του Γαργαλίδη κινήθηκε αποφασιστικά στην κύρια γραμμή άμυνας του εχθρού.

Σύμφωνα με τον πρώτο τόμο της έκδοσης «35ο Σύνταγμα, Απόσπασμα Γαργαλίδη, Έτσι έσπασε το μέτωπο» του ιστορικού ερευνητή Νικόλα Ευθυμίου για το DobroPolie Heroes Trail, με βασικές πηγές τα γαλλικά αρχεία της Στρατιάς της Ανατολής, τα απομνημονεύματα των στρατηγών Δαγκλή και Μαζαράκη και την εφημερίδα «Βαλκανικός Ταχυδρόμος», «ο Γαργαλίδης κινήθηκε επί του Chlem Kukuruz – Golio Bilio και από εκεί δυτικά προς Veternik και μετά ανατολικά προς Golio Bilio και Preslap».

Ο κ. Ευθυμίου αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι οι μάχες έναντι των εχθρικών θέσεων είχαν ξεκινήσει στην περιοχή τα ξημερώματα της 15ης Σεπτεμβρίου του 1918. Το Απόσπασμα Γαργαλίδη, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις θεωρούνταν τότε από τις συμμαχικές ως απειροπόλεμες, βρέθηκε υπό τις διαταγές δύο Γάλλων Αξιωματικών: του Συνταγματάρχη Rondeau που διοικούσε την ομάδα Εξαπλάτανου και του αντισυνταγματάρχη Roy που διοικούσε το ομώνυμο απόσπασμα. Ο Γαργαλίδης ζήτησε από τον συνταγματάρχη Rondeau και τον Γάλλο στρατηγό Josef d’ Anselme να αναλάβει μόνος του τη Διοίκηση του Συντάγματος, κάτι που τελικά πέτυχε.

Κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων και ενώ τα συμμαχικά σερβικά στρατεύματα δέχτηκαν πυρά από τους αντιπάλους και υπέστησαν ήττες, ο Γαργαλίδης υπέβαλε αίτημα για να διενεργήσει μικρής κλίμακας επιθέσεις αντιπερισπασμού. Το αίτημα έγινε δεκτό και μετά την εξουδετέρωση εχθρικών θέσεων η σερβική μεραρχία επανήλθε στις αρχικές της θέσεις. Προχωρώντας, και μετά από τέσσερις ώρες σκληρού αγώνα, το απόσπασμα κατέλαβε ύψωμα μεγάλης στρατηγικής σημασίας στους πρόποδες του Chlem Kukuruz, όπου οι Γερμανοί είχαν εγκατεστημένο παρατηρητήριο που επόπτευε όλο σχεδόν το πεδίο της μάχης και κατεύθυνε τα πυρά του πυροβολικού. Την ίδια νύχτα, η ελληνική δύναμη συνέχισε την πορεία της και αποφάσισε να επιτεθεί στις βουλγαρικές θέσεις, με αιφνιδιαστική επίθεση τα χαράματα, χωρίς υποστήριξη πυροβολικού από τις συμμαχικές δυνάμεις.

Ο Νικόλας Ευθυμίου επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι ο «Συνταγματάρχης Rondeau επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Συνταγματάρχη Γαργαλίδη και του ζήτησε το αδύνατον: δηλαδή, με ένα από τα δύο Τάγματά του (επί της ουσίας με δυο Λόχους, εκεί όπου είχε αποτύχει ενάμιση Σύνταγμα), να εξακολουθήσει την επίθεση προς Zborsko, Preslap, αφήνοντας το άλλο Τάγμα σε αμυντική διάταξη ανά έναν Λόχο». Του εξήγησε, μάλιστα, ότι «η αποστολή αυτή θα ήταν πολύ επικίνδυνη, σχεδόν αυτοκτονία, καθότι καμιά βοήθεια δεν θα μπορούσε να δοθεί στο Σύνταγμα, το οποίο θα μπορούσε να απομονωθεί εύκολα και να καταστραφεί, λόγο της απομόνωσης και της διασποράς του σε περίπτωση εχθρικής αντεπίθεσης». Τόνισε, παράλληλα, ότι «η επιχείρηση αυτή θα εξυπηρετούσε τα μέγιστα στον Συμμαχικό αγώνα».

Τελικά, τα δυο Ελληνικά Τάγματα ξεκίνησαν την επίθεση και κατέλαβαν ολόκληρο το συγκρότημα του Preslap προκαλώντας την άμεση υποχώρηση του εχθρού από τις θέσεις αμύνης του. Το μέτωπο πλέον είχε σπάσει το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου, δεύτερης μέρας της επίθεσης. Για τη δράση του αυτή, ο Έλληνας συνταγματάρχης Παναγιώτης Γαργαλίδης παρασημοφορήθηκε άμεσα επί του πεδίου της μάχης με τον Γαλλικό Πολεμικό Σταυρό από τον Διοικητή του, Γάλλο Στρατηγό Josef d’ Anselme. Τις επόμενες μέρες παρασημοφορήθηκε με το ανώτατο γαλλικό παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής από τον Γενικό Αρχιστράτηγο των Συμμαχικών Δυνάμεων Franchet d’ Esperey.

Τη σημασία των γεγονότων αυτών υπογράμμισε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Βλάσης Βλασίδης, επισημαίνοντας ότι η μεγάλη επίθεση τον Σεπτέμβριο του 1918 είχε ως αποτέλεσμα να «σπάσει» το μέτωπο και να υποχωρήσουν οι βουλγαρικές δυνάμεις, με θετικά επακόλουθα ιστορικής σημασίας για τον τερματισμό του πολέμου σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κάποια, ωστόσο, από τα οχυρά αυτά δεν υπάρχουν πλέον για να διηγηθούν την ιστορία τους καθώς διαπιστώθηκε πρόσφατα ότι άγνωστοι είχαν κάψει, είχαν διαλύσει και είχαν καταστρέψει ορισμένες οχυρές θέσεις, είτε γιατί αναζητούσαν πιθανώς αντικείμενα αξίας, είτε γιατί επιθυμούσαν να καταστρέψουν οτιδήποτε υποδήλωνε ξενική παρουσία.

Το ενδιαφέρον, πάντως, του Δήμου Έδεσσας για μια προσπάθεια προβολής και ανάδειξης της περιοχής είναι υπαρκτό, ενώ γίνονται προσπάθειες για τη σηματοδότηση και την ανάδειξη των οχυρών, στο πλαίσιο του στόχου προβολής του ιστορικού παρελθόντος του τόπου και του πολιτιστικού προϊόντος του σήμερα.

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Ειδήσεις